- μοναστηρίῳ
- μοναστήριοςmonasticmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναστηρίωι — μοναστηρίῳ , μοναστήριος monastic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
монастырь — МОНАСТЫР|Ь (>1000), Ѧ с. μοναστήριον Монастырь: Проважа˫а же съ покланѧ||ниѥмь отъпѹсти ˫а. въдавъ имъ и манастырю ихъ потрѣбьна˫а. Изб 1076, 22–22 об.; б҃жствьныи же варламии... || ...иде въ кост˫антинь градъ и тѹ тако же походи вс˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάκτο — το (ΑΜ πάκτον) 1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.) 2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ… … Dictionary of Greek